Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Οκτώβρης

Εγώ, το παιδί της Άνοιξης, αγάπησα τον Οκτώβρη, όπως αγάπησα εσένα, έλλειμμά μου, αλλοτινέ μου έρωτα. Γινάτι μου.

Αυτός ο γλυκός μήνας που στέκει ανάμεσα στο πριν και το μετά, κυριολεκτικά στη ζωή μου, όπως και στις εποχές, πριν το μικρό καλοκαιράκι, μετά λίγο πριν τον χειμώνα, ήλθε και έφερε στο μεσουράνημά του, μια μέρα που για μένα σήμαινε γιορτή κι υπόσχεση. Ήταν η 14 Οκτωβρίου αυτή η μέρα κι από το 2009 (σκέψου πόσος καιρός πάει, σχεδόν 10 χρόνια πια...), ήταν η μέρα της επετείου μου, της επετείου μας, η δική μας μέρα που γιορτάζαμε τον έρωτά μας.

Πάντα με τον φόβο στη καρδιά ζούσα, ακόμα κι όταν τον άφησα πίσω προς όφελος της προσμονής και της συναισθηματικής επένδυσης που έφεραν τα χρόνια της συμπόρευσης και οι υποσχέσεις σου ότι η ζωή μας θα έβαινε να σμίξει μετά από τόσο καιρό. Τότε ο φόβος της ασυμβατότητας έγινε επιλογή και μοίρα πως όταν θες κάτι, μπορείς να το καταφέρεις, μπορείς να φτάσεις ως εκεί που ονειρεύεσαι μαζί μ' εκείνον που στο ενέπνευσε, νόμιζες.

Κι ύστερα η πτώση του Ικάρου απ' τον ουρανό, το κάψιμο των κέρινων φτερών και η καταβαράθρωση. Ο αλκοολισμός σου που ισοπέδωσε τα πάντα, η έλλειψη σεβασμού στον εαυτό σου και σε μένα, ο αργός θάνατός σου ζωντανός και η έξοδος απ' τον Παράδεισο, που είχε πια μετατραπεί σε Κόλαση.

Φτου ξελευτερία, φτου και βγαίνω. Μετράω πια τις μέρες, τις εποχές, τις γιορτές, τις αφορμές και τις αιτίες χωρίς εσένα. Το μυαλό γυρίζει πίσω αναγκαστικά σε αυτή τη περίοδο του μετά και του πριν, σε πράγματα που ήταν οικεία, που είχαν δημιουργηθεί προσλαμβάνουσες, που είχαμε στιγμές και εμπειρίες που τις σηματοδούσαν. Θυμάσαι κάθε 14 του Οκτώβρη που έφερνες τούρτα στο σπίτι και ανάβαμε ένα κερί μαζί μ' ευχή, δική μας, προσωπική μας, ο καθένας έλεγε τις επιθυμίες του και εγώ το φοβισμένο πλάσμα, άρχισα να ξεθαρρεύω, να διεκδικώ, να ζητώ, πολλές φορές εις μάτην μπροστά από τον τοίχο που χες υψώσει στο να με κάνεις ευτυχισμένη, χάριν σε σένα, με την αγάπη σου κι εγώ με το άφημά μου, με τη δοτικότητά μου και τελικά με τη θυσία του Εγώ μου για σένα, γιατί έτσι νόμιζα ότι έκανα το σωστό, ότι έκανα το καλό, ότι έτσι κρατούσα την αγάπη μας ζωντανή. Μα πλανιόμουν, παραμυθιαζόμουν σε κάτι που ήδη είχε αρχίσει να σβήνει και να χάνεται, ω καημένη μου ζωή!

Θυμάσαι που για μας ήταν κάτι το ξεχωριστό αυτή η μέρα. Ήταν τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε μετά από ένα σύντομο φλερτ, για πρώτη φορά, εσύ μ' ένα ριγέ πουκαμισάκι λευκό γαλάζιο, ένα μελαχροινό αγόρι με ευγενικούς τρόπους και γλυκό χαμόγελο, κι εγώ η ζουμπουρλού με το ροδακινί μπλουζάκι που το χω ακόμα κρατημένο, που πήγαμε για καφέ για να γνωριστούμε. Μιλήσαμε με χιούμορ και συστολή κι ευγένεια, μα δε σου κρύβω με κέρδισες κι ας μην ήταν όλα ρόδινα και αναμενόμενα. Δυο νέοι άνθρωποι ήμασταν, με την επιθυμία να συναντηθούμε, να μοιραστούμε πράγματα κοινά και να γνωρίσουμε ο ένας στον άλλον τον κόσμο του. Εν αρχή ειν' το Χάος κατά τον Ησίοδο και εμείς γιατί ν' αποτελούμε εξαίρεση? Μου χες πει ότι δυο μέρες πριν είχες γενέθλια στις 12 και εγώ είχα ακριβώς έξι μήνες μετά, στις 12 τ' Απρίλη, ακριβώς απέναντι, για σκέψου.

Και μ' άρεσε που ήσουν γλυκός και ήρεμος άνθρωπος, άσχετα που δεν έβλεπα αυτά που ήθελα, νωρίς έλεγα είναι ακόμα, έβλεπα όμως άλλα που με τραβούσαν σε σένα, που να ξερα! Τυφλώνει ο έρωτας, αυτή η αίσθηση που σε τυλίγει όταν κάποιος δείχνει ότι του αρέσεις. Και σου άρεσα, ακόμα σου αρέσω, (ίσως σαν απωθημένο), αλλά δεν έφτανε αυτό, ποτέ δεν έφτανε. Σου άρεσα για το μυαλό και το κορμί μου και αυτή την κινητοποιό δύναμη που έφερνα στη ζωή σου που χε βαλτώσει και πάλι που να ξερα τι έκρυβε, το όμορφο αυτό αγόρι στη ψυχή του! Χριστέ μου.

Θυμάσαι που ήρθε η πρώτη φορά που γιορτάσαμε μαζί τα γενέθλιά σου και μετά την επέτειό μας με την τουρτίτσα απ' το ζαχαροπλαστείο και το κόκκινο τριαντάφυλλο, που έφερνες όσο ήθελες να με κατακτήσεις? Θυμάσαι που τραβούσαμε φωτογραφίες που τις έχω ακόμα, εσύ κι εγώ κάθε 14 του Οκτώβρη. Και στις αρχές ήταν έρωτας, μετά αμηχανία, μετά αγάπη και μετά για μένα ακόμα πιο βαθιά αγάπη με έναν έρωτα να περιμένει να συναντήσει τον δικό σου, εκεί που τον είχες κρύψει πνιγμένος στα προβλήματά σου και περίμενα η Πηνελόπη, περίμενα... μάταια πια.

Θυμάσαι που τα δωράκια μας ήταν μικρά, αλλά τα δίναμε σαν παιδιά ο ένας στον άλλον? Κι όταν οι θυσίες έγιναν μεγάλες, πολύ μεγαλύτερες απ' την αγάπη μας, θυμάσαι που αρχίσαμε να γονατίζουμε? Σκέφτεσαι άραγε τι έκανες και φτάσαμε στο γκρεμό? Τι έκανα κι εγώ μέσα στην απόγνωσή μου? Θυμάσαι τη τελευταία φορά που μου κανες έρωτα, πραγματικό έρωτα πόσα χρόνια πριν, εσύ κι εγώ μαζί αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι μας, εγώ να σου μιλώ τρυφερά, να σ' αγγίζω απαλά όπως μ' άρεσε και εσύ, να μου δίνεις ένα κομμάτι από σένα κάθε φορά, κάνοντάς με να λάμπω, όπως μου λεγες μετά? Κι ύστερα να γαληνεύουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου?

Λυπάμαι πολύ που δε φέρνω στο νου μου τη τελευταία μας 14 Οκτωβρίου. Σκοτάδι σκεπάζει τη μνήμη μου, συγχώρεσέ με... Μαζί μέναμε, σου χα πάρει δώρο ένα έμβλημα για τη μηχανή σου ίδιο με την ηλικία σου, στο προσέφερα και στο κόλλησα στον ανεμοθώρακα και βγάλαμε φωτογραφίες με σένα δίπλα φορώντας ένα άσπρο μπλουζάκι. Εσύ τις έχεις κρατημένες, όχι εγώ. Εγώ δεν ήμουν πουθενά εκεί. Εσένα ήθελα να βγάλω, να θυμάσαι. Εγώ είχα χαθεί μέσα στο πόνο του θανάτου του μικρού αδελφού λίγους μήνες πριν, του πέπλου του θανάτου που χε έρθει ανέλπιστα στη ζωή μας και αν δεν ήσουν εκεί, εγώ χανόμουν, όπως χανόμουν και μετά που έφυγες τόσο βίαια από τη ζωή μου. Σου ζητούσα μια ζεστή αγκαλιά να κουρνιάσω, να νιώσω ότι μπορείς να με κρατήσεις, μπορώ να νιώσω τη ζεστασιά σου, το νοιάξιμό σου, τη παρηγοριά σου, μα το ποτό σε είχε κερδίσει για τα καλά ξανά, ίσως και πάντα, όπως φαίνεται και οι αγκαλιές δεν ήταν πια ζεστές και αγαπουδερές, ούτε τα σώματά μας ζητούσαν το ένα το άλλο πια, ψυγείο εγώ, σε άμυνα κι εσύ ο αδιάφορος καμπόσος. Έφευγα κι έπινες, γύριζα και σ' έβρισκα τέζα. Αυτή ήταν η ζωή μας, μαζί με υπεκφυγές και δικαιολογίες και ψέματα, πολλά ψέματα που ξεπήδησαν απ' το σεντούκι σαν παγιδευμένα φαντάσματα που σε κυνηγούσαν απ' το παρελθόν. Ακόμα αυτά τα ψέματα σε παρηγορούν, ρίχνοντας το φταίξιμο στον άλλον κάθε φορά, όχι σε σένα, εσύ είσαι μια χαρά παλιάτσος που αναγεννιέσαι απ' τις στάχτες σου!

Γι' αυτό και δε θυμάμαι τι κάναμε πέρσι, τέτοια μέρα μαζί, αν πήρες γλυκάκι όπως παλιά, ή μείναμε περιτριγυρισμένοι στις συμφορές μας, στη κάθοδο προς τον Καιάδα. Δε θυμάμαι άλλο πια, συγχώρεσέ με. Θέλω μονάχα να τ' αφήσω πίσω μου, όσο κι αν έχουν μείνει μέσα μου αυτά τα κομμάτια της δικής μας ιστορίας, τώρα πια μόνο δικά σου και δικά μου σαν μνήμες και προσωπικές ιστορίες ανομολόγητες, που θα τις κουβαλάμε πάντα, στο πέρασμα του χρόνου με τη πατίνα που μοιραία θ' αποκτήσουν. όταν οι λεπτομέρειες πάψουν πια να ναι σημαντικές. ...
Ε Αγάπη μου? (πότε τ' άκουσες για τελευταία φορά και πότε θα το ξανακούσεις από χείλη ανθρώπου που σ' αγάπησε πολύ, πες μου...)



Αφού δε μιλάμε πια, δε μιλάμε...

(...και τι να πούμε πια, αφού η ζωή είναι αλλού, εκεί που ο καθένας μας αφήνεται να την κοιτά στα μάτια. Κι αυτό πίστεψέ με, είναι καλό πράγμα, αρκεί να βλέπει αυτό που τον πάει παρακάτω, όπου κι όπως κι αν είναι στραμμένη η ματιά, μη τη λήθη να χει το δικό της το μερίδιο, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου).

(c) Marialena, 14.10.2018