Πήρε στα χέρια της ακόμα έναν ταξιδιωτικό οδηγό με τα ταξίδια του καλοκαιριού, καθώς περίμενε τη σειρά της σε ένα ιατρείο. Εικόνες θαλασσινές, γεμάτες από τα τοπία της Ελλάδας ξεπρόβαλλαν μπροστά της, ενώ χάζευε τις φωτογραφίες από τα αφιερώματα μέσα στο περιοδικό και προσπαθούσε να διακρίνει τη ζωντάνια της κάθε εικόνας στο φυσικό της περιβάλλον, που πρόβαλλαν σε αντίθεση με τον χώρο αναμονής που καθόταν.
Έξαφνα, μια εικόνα την έκανε να παγώσει τον χρόνο γύρω της. Η τοποθεσία της έμοιαζε γνωστή και έσκυψε καλύτερα να την δει. "Παναγία Θαλασσινή" έγραφε από κάτω η λεζάντα και εκείνη ξανακοίταξε καλύτερα την εικόνα. Μια εκκλησίτσα χτισμένη στα βράχια μιας απόκρυμνης ακτής λουσμένη από το αιγαιοπελαγίτικο φως, κόντρα στους ανέμους που την μάστιγωναν στου καιρού τα περάσματα.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια και θυμήθηκε που την είχε ξαναδεί. Καλοκαίρι ήταν και τότε και ο ήλιος έκαιγε στο μεσουράνημά του. Είχαν πάρει το αυτοκίνητο και ακολούθησαν μια ορεινή διαδρομή που κατέληξε σε ένα ξέφωτο με θέα τη θάλασσα. "Που πάμε?" τον ρώτησε εκείνη, "θα δεις, ακολούθησέ με" της απάντησε εκείνος και την έπιασε από το χέρι. Κατηφόρησαν ένα χωμάτινο μονοπάτι για αρκετή ώρα, ανάμεσα σε κλαδιά και πέτρες που ξεφύτρωναν από το έδαφος. Εκείνος ήταν μαθημένος σε χωμάτινες διαδρομές, όντας φυσιολάτρης και σκαρφάλωνε συχνά στα βουνά, εκείνη όμως δεν ήταν τόσο εξοικειωμένη με την ορειβασία, οπότε κατέβαινε όπως μπορούσε το δύσβατο μονοπάτι.
Έχοντας τα λιόδεντρα που έστεκαν στις απόκρυμνες άκριες του μονοπατιού ως βοήθημα, κατηφόρησαν προς τη χαράδρα αρχικά χωρίς τίποτε να φαίνεται στον ορίζοντα. Δεν άργησε όμως να φανερωθεί μπροστά τους η σκεπή μιας μικροσκοπικής εκκλησίτσας που έκανε αντίθεση με το μπλε της θάλασσας και το πράσινο των φύλλων των δέντρων στο βάθος. Τα βήματά τους, τους οδήγησαν σε ένα μικρό ξέφωτο που έγλυφε κυριολεκτικά το κύμα, σε μια παλιά εκκλησία φυτρωμένη λες από τον ίδιο τον Θεό ανάμεσα στα απόκρυμνα βράχια και την ακροθαλασσιά.
image by Marialena, 2008
"Πως σου φαίνεται το τοπίο?" τη ρώτησε, ενώ με θαυμασμό εκείνη αντίκρυζε για πρώτη φορά αυτόν τον απομονωμένο κολπίσκο στο νησί. "Δεν φανταζόμουν πως υπάρχει τέτοιο μέρος!" του απάντησε ενθουσιασμένη. "Έλα να πάμε λίγο πιο κάτω, στην ακτή να σου δείξω κάτι..." την προσκάλεσε και με προσοχή ανάμεσα από τα γλυστερά βράχια την οδήγησε λίγο παρακάτω. Μπροστά τους πρόβαλλε μια καταβόθρα, ένας φυσικός σχηματισμός από πέτρες στην ακτή, που από μέσα της ανέβλυζε ένας πίδακας από νερό. "Το βλέπεις αυτό?" της είπε. "Είναι φυσική κατάληξη του γλυκού νερού που εισρέει στη θάλασσα, έλα να μπούμε μέσα στην λιμνούλα".
Έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε μέσα στον σχηματισμό του νερού. Έβγαλε και τα δικά της και με αδαμιαία περιβολή και οι δύο βούτηξαν καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει, αφού το μεσημέρι είχε περάσει εδώ και ώρα. Μια παράξενη αίσθηση την κατέκλυσε καθώς το θαλασσινό νερό, αναμιγνύονταν με το γλυκό προκαλώντας ρεύμα μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Η γαλήνη του τόπου αυτού, ο παφλασμός των κυμμάτων παραδίπλα, εκείνη και εκείνος, σαν τους πρωτόπλαστους να αγκαλιάζονται και να φυλιούνται μέσα στην απόλυτη ησυχία. Το πάθος μέσα τους φούντωσε και το υγρό στοιχείο ήταν ο σύμμαχός τους για να έλθουν πιο κοντά.
Την πήρε στην αγκαλιά του και την κρατούσε εκεί όσο το νερό έντυνε τη γύμνια τους. Τον κοίταξε με νόημα, ένιωσε σαν την Εύα μέσα της, η Γυναίκα στην Πρώτη Ενανθρώπιση. Έσφιξε τα χέρια της στον λαιμό του, οι στιγμές αυτές δεν χωρούσαν λόγια περιττά. Έσβησε τη ματιά της στη δική του και τα χείλη τους ενώθηκαν ανταλλάσσοντας μανιασμένα φιλιά λαγνείας. Της χάιδευε τα μαλλιά, τον λαιμό, τη πλάτη, το στήθος που έτρεμε έτσι νοτισμένο κόντρα στο κορμί και τον αέρα. Άρχισε να τον μαλάσσει στους ώμους και να κατεβαίνει προς τη σπονδυλική του στήλη, κατέβασε το χέρι της χαμηλότερα. Εκείνος έκανε να τραβηχτεί, μα δεν αντιστάθηκε τελικά στο χάδι της. Τον θώπευε στην γενετήσια περιοχή του, νιώθοντας την ορμή του να προβάλλει όσο συνέχιζε να τον αγγίζει.
"Σταμάτα..." της έκανε ασθμαίνοντας. Του έγνεψε αρνητικά και συνέχισε, "θέλω να σε κάνω ευτυχισμένο" του απάντησε και σε λίγο το όργανό του σπαρτάρισε στη παλάμη της. Ένιωσε ικανοποιημένη και γύρισε να τον φιλήσει απαλά στα χείλη. "Σου άρεσε?" του ψιθύρησε στο αυτί, ενώ εκείνος είχε ανακτήσει την αναπνοή του και τη φίλησε με νόημα. "θα σου δείξω" της απάντησε και τότε ήλθε η δική της σειρά να χαθεί στο άγγιγμά του μέσα στη λιμνούλα. Ρίγη διαπέρασαν το κορμί της καθώς εκείνος την πυροδοτούσε να ερεθίζεται όλο και περισσότερο. Ένας βαθύς αναστεναγμός ξέφυγε από τα σωθικά της καθώς σκιρτούσε στα χέρια του, παραδωμένη στην έξαψη της επαφής τους.
Καθώς τα πυροτεχνήματα μέσα της είχαν πια πάψει, ένιωσε να κρυώνει, εκείνος έκανε μια βουτιά από τα διπλανά βράχια στη θάλασσα και εκείνη βγήκε έξω να σκουπιστεί. Έβαλαν τα ρούχα τους ξανά και ανέβηκαν στο πλάτωμα της εκκλησούλας. Της άνοιξε τη πόρτα και μπήκαν μέσα στον ναϊσκο. Παναγιά η Θαλασσινή λοιπόν, μια κουκκίδα στον χάρτη που έκρυβε παμπάλαιες εικόνες, προσφορά των πιστών στη Κυρά της Θάλασσας, στην Προστάτιδα των Ναυτικών του νησιού. Τα κεριά μύριζαν κερύθρα και στην άκρη είχε και κάποια προσευχητάρια αφημένα.
Έκαναν τον σταυρό τους και έμειναν για λίγο μέσα στον χώρο. Το λευκό του Αιγαίου φώτιζε απαράμιλλα το μπλε της θάλασσας παραδίπλα. Πήρε ένα προσευχητάρι στα χέρια της, έριξε ένα νόμισμα στη σχισμή και το πήρε μαζί της στη τσάντα της. Οι κόμποι του θα της χρησίμευαν για τις ώρες που το λευκό κομποσχοίνι, θα την έφερνε ξανά στην Παναγιά τη Θαλασσινή με το νου της. Έκατσαν για λίγη ώρα ακόμα στο προαύλιο και έφαγαν το προσφάι τους, η ζέστη είχε κόψει αρκετά, ο ήλιος έκαιγε σαφώς πια λιγότερο.
Κίνησαν για τον δρόμο της επιστροφής, ενώ εκείνη γύριζε όλο πίσω το κεφάλι της για να δει ίσως για τελευταία φορά, τον τόπο της Εδέμ της. Δεν ήθελε τίποτε άλλο, μόνον εκείνον στην αγκαλιά της και αυτό που ζούσε μαζί του εκείνο το καλοκαίρι. Έφτασαν ιδρωμένοι από την ανάβαση στο αυτοκίνητο, καθώς ο τρούλος είχε πια χαθεί από το οπτικό τους πεδίο και το μέρος ήταν όπως αρχικά το πρωταντίκρυσε το πρωί. Ελιές, βουνά και στο βάθος το Αιγαίο Πέλαγο να σταφταλιάζει κόντρα στον Φωτεινό Δίσκο που έδυε μέσα της.
Της κρατούσε το χέρι στην επιστροφή καθώς οδηγούσε προς τη πόλη, την άγγιζε τρυφερά συνέχεια και στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου ακουγόταν ερωτικά τραγούδια που είχε επιλέξει εκείνος για να ακούσουν καθ' οδόν. "Όλα σε θυμίζουν, γλυκά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά..."
Μια άγνωστη φωνή την επανέφερε στην πραγματικότητα. "Ο γιατρός σας περιμένει, μπορείτε να περάσετε", την ειδοποίησε η γραμματέας και εκείνη έκλεισε το περιοδικό βιαστικά. Η καρδιά της είχε χτυπήσει ακανόνηστα πάλι στη σκέψη του, σε όσα έζησαν δίχως να τα χορταίνει όσο ήταν μαζί. "Έρχομαι, ευχαριστώ" απάντησε, ενώ σηκώθηκε από τη θέση της και προχώρησε στα ενδότερα. Η Παναγιά η Θαλασσινή ήταν πάντα μαζί της σε εκείνο το προσευχητάρι που δεν είχε βγάλει ακόμα από την τσάντα της, σε ανάμνηση όσων έζησε στον Παράδεισο, έστω και για μια στιγμή, όσο κοιτάς μια φωτογραφία σε ένα ταξιδιωτικό αφιέρωμα...
Marialena, 7-17/6/2009 (σ.σ. πόσο εύκολο είναι άραγε να παραδωθούν στη Λήθη, όσα ποθείς να ζήσεις?)
Οι Άνθρωποί μας είναι οι Γιορτές μας
Πριν από 4 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου