Εκείνη μπήκε στο μπάνιο για να κάνει ένα ντους, να φρεσκαριστεί. Το ζεστό νερό έτρεχε πάνω στο κορμί της, προσφέροντας της την ευχαρίστηση της καθαριότητας αλλά και της φρεσκάδας που ένιωθε, καθώς το δέρμα της νότιζε από το τρεχούμενο νερό και ποτίζονταν από το αφρόλουτρο που γλιστρούσε σαν μετάξι, πάνω της ενώ ξεπλένονταν. Έβαλε τη πετσέτα στα μαλλιά της, φόρεσε το μπουρνούζι και πήρε τη πετσέτα της για να σκουπιστεί από τις σταγόνες του νερού που είχε μείνει πάνω στα πόδια της βγαίνοντας από το μπάνιο.
Κάθισε στο κρεβάτι και η πετσέτα απαλά ανεβοκατέβαινε στις γάμπες της ενώ έπαιρνε την υγρασία του κορμιού της. Ξάφνου, ένιωσε ένα βλέμμα να την περιεργάζεται. Ήταν εκείνος, που σε απόσταση αναπνοής την πλησίαζε δίχως να μιλά. Την κοίταξε με νόημα και άρχισε να μυρίζει το άρωμα της επιδερμίδας της, όπως του άρεσε, στη πτυχή του λαιμού της. Άρχισε να της ανοίγει το μπουρνούζι και η λευκή της σάρκα, αποκαλυπτόταν σαν ένας νιόβαλτος βλαστός σε δέντρο που τώρα άνθιζε! Άρχισε να τη φιλά και να τη χαιδεύει, ενώ την είχε ξαπλώσει στο απαλό πάπλωμα και μόνο ο ήχος των φιλιών τους έσπαγε την ησυχία του βροχερού απογεύματος.
Τα στήθη της σαν ανθός λωτού αναδυόταν, καθώς τα χείλη του σαν μέλισσα τρυγούσαν τους χυμούς των, ενώ εκείνη έκλεινε τα μάτια από ευχαρίστηση και βίωνε τη μοναδική αίσθηση της επαφής με τον άνθρωπό της. Απόψε, ο έρωτάς τους ήταν γεμάτος από χρώματα και αρώματα που εκλύονταν από την παράδοση του θηλυκού στο αρσενικό, του γιν στο γιαν, της γης στον άνεμο...
Τον χάιδευε απαλά στα μαλλιά, στη πλάτη, στο στέρνο, στα χέρια και τον κοίταζε στα μάτια, καθώς σαν άλλος κουρσάρος έψαχνε για τον θησαυρό της! Ένιωθε ήδη υγρή στο άγγιγμά του, άλλωστε εκείνος ήξερε πως θα την κάνει να νιώσει γυναίκα με τον έρωτά του και ήταν κάτι που και οι δυο απολάμβαναν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον. Τα δάκτυλά του, αυτοί οι αέναοι εξερευνητές της θηλυκότητάς της, την αναστάτωναν και την γαλήνευαν ταυτόχρονα, καθώς το άγγιγμά του ήταν για εκείνη σαν απάγκιος όρμος, όταν το αναζητούσε.
Κι έπειτα εκείνος γλίστρησε μέσα στη γλύκα του κατάμεστου κήπου της και με κινήσεις ορμέμφυτες, την έκανε να νιώθει τον έρωτά του, ξανά και ξανά. Μικροί βρυχηθμοί, ανάσες που βάθαιναν και αναστεναγμοί που έβγαιναν από τα τρεμάμενα χείλη, καθώς ο χορός της ηδονής τους παρέσερνε σε έναν ρυθμό, μόνο δικό τους... Και τα πυροτεχνήματα της έκφρασης των συναισθημάτων τους, τους έκαναν να χαμογελούν και να βιώνουν τη παράδοση του ενός στον άλλον, την αίσθηση των δυο σωμάτων να αναπνέουν σαν ένα, οι καρδιές τους να ηχούν σαν ένας χτύπος μέσα στη σιγαλιά του δειλινού.
Και τέλος το κρεσέντο, εκεί που η γυναίκα γινόταν η απεραντοσύνη του κόσμου τούτου και ο άνδρας το σημείο αναφοράς, ο κατακτητής της νέας γης, που άφηνε το αποτύπωμά του αιώνια μέσα της και εκείνη άνοιγε σαν το τριαντάφυλλο για να δώσει τους χυμούς της, σαν δώρο, σε εκείνον που την έκανε να ανθίσει στην αγκαλιά του μέσα από την αγάπη που ένιωθε για εκείνον, όχι μόνο τότε, αλλά ακόμα περισσότερο τις στιγμές εκείνες που όλο το σύμπαν έμοιαζε να βρίσκεται στη μαγεία που είχαν βιώσει οι δυο τους, κάθε φορά που άγγιζαν τον Έρωτα, ψυχή τε και σώματι...
Έξαφνα χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε. Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής τη ρώτησε τι κάνει και γιατί ακουγόταν "κάπως". Εκείνη άνοιξε τα μάτια και είδε πως ήταν ακόμα με το μπουρνούζι γερμένη στο κρεβάτι της, ενώ είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει. "Καλά είμαι", απάντησε, "απλά ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου, κατά πως φαίνεται, ένα τέτοιο βροχερό απόγευμα..." και έφερε στο νου της την εικόνα που ένιωθε ξανά σαν να είχε βιώσει στο όνειρό της.
Σκούπισε τα μάτια της και ανασκουμπώθηκε. Της έλλειπε η αίσθηση της αγάπης που τα κάνει όλα να μοιάζουν καλύτερα, η ψευδαίσθηση της αλληλοσυμπλήρωσης που αποζητούσε, της γαλήνης μέσα της, της έννοιας του προορισμού που ήθελε να δημιουργήσει σε μια σχέση. Της έλλειπε η αγκαλιά του ενώ έπεφταν για ύπνο κατά τη διάρκεια της κοινής τους ζωής, των αστειοτήτων που αντάλλασσαν σαν δικός τους κώδικας επικοινωνίας, των εορτών που ήθελε να μοιραστεί μαζί του, όλων των στιγμών που έδειχναν ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, καθώς η Μοίρα αποφάσισε διαφορετικά για τους δυο τους.
Είχε διαλέξει πια τη σιωπή της, όχι σαν καταφύγιο γιατί όταν η αγάπη μοιάζει να αλλάζει μορφή, δεν έχεις πουθενά να κρυφτείς, αλλά γιατί το μόνο που είχε να πει πια, ήταν πόσο τον είχε αγαπήσει αυτόν τον άνθρωπο που στοίχειωνε πια το υποσυνείδητό της.
Γι' αυτό και του "μιλούσε" πια μέσα από στίχους αγαπημένων της τραγουδιών, βουβά μα και εκκωφαντικά, καθώς του έλεγε πως ένιωθε ενώ ο πρίγκηπας του δικού της παραμυθιού, δεν ήταν παρά ένας ακόμα άνθρωπος, μικρός και ασήμαντος στην σημαντικότητά του, όπως και εκείνη, σε αυτή τη δεδομένη περίσταση. Αναλώσιμοι, αφού δεν έφτασαν ποτέ να εξυψωθούν μέσα από το μεγαλείο της Αγάπης, να κατακτήσουν την Αθανασία μέσα από τη δύναμη του Έρωτά τους! Κι αρκέστηκαν για "παρηγοριά", στο να αντικρίζουν το άθλιο προσωπείο της Θλίψης και το αποκρουστικό ολόγραμμα της Δυστυχίας, σαν αντιστάθμισμα στο Φως και στη Ζωή!
Μαριαλένα, 16/4/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου