«Γιατί δεν παντρεύεται? Τι θα τα
κάνει τόσα σπίτια?»
Αυτά έλεγαν
στη γειτονιά καλοθελητές που προτιμούσαν να μένουν στη σκιά και να
κουτσομπολεύουν πίσω από τη πλάτη της. Μόνη σ’ ένα μεγάλο σπίτι για έναν
άνθρωπο, άντε να την έβλεπες να μπαίνει και να βγαίνει καμιά φορά, ή να
σκουπίζει την αυλή και να ποτίζει τα φυτά. Μπουγάδα έβαζε δυο φορές το μήνα κι
αν δεν την πρόσεχες, ούτε την έβλεπες, ούτε την άκουγες. Γλυκειά γυναίκα, την
πρόσεχες στο παράστημα, δεν έδειχνε την
ηλικία της.
Οι γονείς
της γέροι πια, έμεναν στο εξοχικό. Είχαν φύγει χρόνια πριν στην εξοχή και
ερχόταν να τη δουν μια φορά τον μήνα, όταν κατέβαιναν για δουλειές στη πόλη.
Μεγάλοι άνθρωποι με τις παραξενιές τους. Η μάνα της ήταν κυρία, αλλά δεν έκανε εύκολα
παρέες στη γειτονιά και ο πατέρας της φωνακλάς και νευρικός. Όχι και οι
ευκολότεροι άνθρωποι να συναναστραφείς. Κι η κόρη είχε πάρει από δαύτους,
έμπαινε στο σπίτι της και αν της μιλούσε άνθρωπος, του μίλαγε και εκείνη με
ευγένεια. Αλλιώς, άντε να έβλεπες ένα φως εκεί που καθόταν τα βράδια σ’ ένα
δωμάτιο και τα υπόλοιπα παντζούρια κλειστά. Ήταν κι εκείνη εσωστρεφής, την
άκουγες να φωνάζει μόνο αν την νευρίαζε κάποιος στην οικογένεια, η δόλια.
Τα χε
φτιάξει μ’ έναν άνθρωπο που τα χανε χρόνια. Ερχόταν την έπαιρνε ή την άφηνε
κάποιες Κυριακές που έφευγαν μαζί. Κάποια χρόνια πριν έλειπε τα σαββατοκύριακα.
Μετά πάλι πίσω ερχόταν. Έβλεπαν κι ένα
παιδάκι μαζί με τον κύριο, που τώρα είχε μεγαλώσει. Κάποια στιγμή έμειναν μαζί
στο σπίτι της, έβλεπες και κάποιον άλλον εκτός από τη κοπέλα σ’ αυτό το μεγάλο
σπίτι. Μια δυο φορές τους είδαν οι γείτονες να φτιάχνουν τον κήπο παρέα ή να
πλένουν τ’ αμάξι στην αυλή. Εκείνος ερχόταν απ’ τη δουλειά, άναβε τη τηλεόραση
στο καθιστικό και δεν τον ξαναέβλεπες, αλλά του άρεσε να έχει τις κουρτίνες
ανοιχτές και να βγαίνει στο μπαλκόνι να τη χαιρετάει. Μετά ερχόταν κι εκείνη
απ’ τη δουλειά στο σπίτι τα απογεύματα και έκλεινε τις κουρτίνες και τα
παραθυρόφυλλα.
Ένα
χειμωνιάτικο πρωί λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ο άνδρας έφυγε από το σπίτι και δε
ξαναγύρισε. Ήλθε κάποιες φορές για λίγο και πάλι έφευγε. Εκείνη κατέβαζε το
κεφάλι και κρυβόταν από τον κόσμο. Κάποια στιγμή ήλθε και η μεταφορική και πήρε
τα πράγματά του από το σπίτι της. Η κοπέλα έγινε ακόμα πιο αόρατη απ’ ό,τι
συνήθως. Οι γονείς της είχαν καιρό να έρθουν σπίτι. Μια μέρα που χε βγει να
σκουπίσει, πέρασε μια γειτονοπούλα και της μίλαγε. «Ξέρεις τι λένε για σένα»
της είπε, «ο κόσμος λέει διάφορα…». Εκείνη έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση της
απαξίωσης, αλλά η φίλη της μετέφερε ότι ο κόσμος συζητάει γιατί δεν παντρεύεται
και τι θα τα κάνει τα σπίτια, ως η μοναδική κληρονόμος.
Όχι ότι
έδινε βάση στα κουτσομπολιά, ο κόσμος μπορεί να λέει ό,τι θέλει άλλωστε και
αυτό δεν έχει να κάνει με αλήθειες αναγκαστικά. Ο καθένας μας τον εαυτό του
προβάλει μέσα από τους ισχυρισμούς του.
Όμως αυτό το «γιατί δεν παντρεύεται» της έμεινε στο μυαλό. Κακά τα
ψέματα, την είχαν αγγίξει εκεί που πονούσε με το θέμα του γάμου και της
οικογένειας.
Όλα τα
χρόνια που ήταν με αυτόν τον άνθρωπο, έκανε υπομονή. Στην ουσία δεν διεκδικούσε
αυτό που επιθυμούσε, για να καλυφθεί συναισθηματικά, αλλά είχε συνηθίσει σ’
έναν τρόπο ζωής, της βόλτας της Κυριακής και μετά ο καθένας σπίτι του. Όταν έμεναν μαζί στο σπίτι της, δεν πρόλαβαν
να χρονίσουν. Από καλοκαίρι σε χειμώνα, την έβλεπες να βγάζει έξω στρώματα και
εκείνος να τα καθαρίζει στο μπαλκόνι. Υπήρχαν και φορές που την άκουσαν οι
δίπλα να φωνάζει «δεν αντέχω άλλο, κάνε κάτι…» και άλλες να κατεβάζει καντήλια.
Και μετά σιωπή, όπως πάντα.
Κανείς από
τους κουτσομπόληδες της γειτονιάς δεν είχε αναρωτηθεί γιατί δεν είχε
παντρευτεί, τόσο χρονών γυναίκα. Που να ξέρουν, ότι αυτό που ποθούσε να ζήσει
με τον άνθρωπό της, έμοιαζε μ’ όνειρο μακρινό και απλησίαστο από ένα σημείο κι
ύστερα. Ότι ματαιωνόταν και ως άνθρωπος και ως γυναίκα που αρκούταν στα λίγα αφού
η ωρίμανση στη σχέση της δεν ερχόταν, όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Δε ζήλευε
τους άλλους που είχαν κάνει τις επιλογές στη ζωή τους. Αλλά μέσα της την έπιανε
ένα κρυφό παράπονο. που για να την αγαπάει ο σύντροφός της, εκείνη έμενε σε μια
σχέση δίχως αύριο, ανολοκλήρωτη. Όπως της είπε κι ένας φίλος του κάποτε: «εσένα
σου αρέσουν τα αντισυμβατικά, δεν θες να κάνεις οικογένεια». Έτσι πίστευε ή
έτσι ήθελε να πιστεύει με τις εντυπώσεις που είχε από τον κολλητό του. Που να
ξερε ότι μαράζωνε, ματαιωνόταν μέσα της, αλλά για να μην χαλάσει την αγάπη που
είχε για τον άνθρωπό της, προτιμούσε να απαξιώνεται παρά να διεκδικεί το
δικαίωμά της στις προσωπικές επιλογές. Ήταν και χρόνια πια μαζί κι εκείνη
υπέμενε, απλά υπέμενε στωϊκά κι ανυπολόγιστα, αφού τον αγαπούσε.
Ώσπου τα
έφερε έτσι η ζωή που έμεινε ξανά μονάχη σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι. Έβλεπες να χει
αναμμένο φως μέχρι τις δυο τη νύχτα συχνά και μετά να βυθίζεται το σπίτι στο
σκοτάδι. Ή άντε ν’ άκουγες καμιά μουσική
που έβαζε άμα καθόταν στο δωμάτιο που και που, τίποτε παραπάνω. Δεν ήθελε να
ενοχλεί ούτε τη σκιά της σ’ αυτό το σπίτι. Με το ζόρι κατέβαινε ν’ ασχοληθεί με
τον κήπο και μια φορά την εβδομάδα καθάριζε τους εξωτερικούς χώρους του σπιτιού. Καμιά φορά την έβλεπες να φεύγει μια Κυριακή
κι άλλες φορές να γυρίζει αργότερα τα βράδια. Άντε να την πετύχαινες με ψώνια
στα χέρια απ’ το σούπερ μάρκετ και αυτό όχι συχνά.
Κοιτάτε
εσείς τα σπιτάκια σας και τις ζωούλες σας τις καλές, τις κακές και αδιάφορες
και αφήστε το τι κάνει ο καθένας. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει το σταυρό που
κουβαλάει ο συνάνθρωπος, ούτε παίζει με την ευτυχία των άλλων, λες και είναι
δεδομένη. Αλλά τι ψάχνεις να βρεις, θα
μου πείτε, πίσω απ’ τις κλειστές τις πόρτες?
© Marialena, 24/03/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου