Περπατούσε στο δρόμο με βήμα βαρύ. Νύχτα ήταν, σχεδόν
μεσάνυχτα, που διέσχιζε το κέντρο της πόλης πεζή με κατεύθυνση στο Σύνταγμα.
Την πέτυχα μπροστά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, στη παλιά Βουλή. Το φανάρι
κόκκινο για τους πεζούς, αλλά συνέχισε να προχωράει, δεν τη σταματούσε τίποτε.
Την ακολούθησα διακριτικά, μου φαινόταν γνωστή.
Έστριψε στο γωνιακό κτήριο και στάθηκε. Κοιτούσε προς τη
Μητροπόλεως με βλέμμα χαμένο. Ακούμπησε σε μια κολώνα και έμεινε εκεί. Άναψε
τσιγάρο και κατέβασε το κεφάλι. Μια ρουφηξιά και μετά το βλέμμα στ’ άπειρο και
πάλι από την αρχή. Τη παρατηρούσα, φορούσε πλεκτό σκούφο στο κεφάλι, ένα μαύρο
μπουφάν, μαύρο παντελόνι κι αθλητικά παπούτσια μποτάκια κι αυτά μαύρα. Τα
μαλλιά πιασμένα με λαστιχάκι και ένα τσαντάκι περασμένο διαγώνια. Τα χέρια στις
τσέπες χωμένα βαθιά. Τι να γύρευε άραγε μέσα στη νύχτα εκεί?
Προσπαθούσε να θυμηθώ που τη ξέρω, τι μου θυμίζει. Η νύχτα
με προκαλούσε κι εμένα να μείνω εκεί απέναντι στο ξενοδοχείο με τη πλάτη στο
τοίχο να την παρατηρώ ασυναίσθητα. Κι εμένα δεν μου κόλλαγε ύπνος, το να
περπατώ ίσως και άσκοπα στη γύρω περιοχή με έκανε να ξεχνιέμαι. Τι κι αν ήταν
ένα κρύο βράδυ του Φλεβάρη, ήμουν κι εγώ εκεί ανάμεσα στους άλλους, χωρίς να
θέλω να πάρω το Μετρό να γυρίσω σπίτι.
Νομίζω πως την έφερα στο νου μου. Την είχα γνωρίσει κάποτε
σε μια κοινή παρέα. Γενέθλια φίλου ήταν, ήμασταν από κοινού καλεσμένοι. Είχε
έρθει θυμάμαι μαζί με κάποιον, τα’ αγόρι της ίσως και τους θυμάμαι που χόρευαν
ξέγνοιαστα μαζί με τους υπολοίπους στη γιορτή. Μου είχε κάνει εντύπωση που όλο
χαμογελούσε. Τώρα ήταν μόνη κι έδειχνε καταβεβλημένη. Μπορεί και να την έλεγαν
Μαρία, αν δεν απατώμαι.
Μετά από λίγο καιρό από τότε που την είχα δει στο πάρτι, την
έχασα, δεν την ξαναείδα, δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Ο εγωισμός του ανθρώπου που
κοιτάζει τον μικρόκοσμό του κι αγνοεί τον περίγυρο. Κάτι όμως απόψε με έκανε να πάω να
της μιλήσω, την είχα συμπαθήσει όταν είχαμε γνωριστεί. Διέσχισα τη Σταδίου απ’
το φανάρι και λίγα μέτρα μετά ήταν εκεί, έχοντας ανάψει κι άλλο τσιγάρο
ατενίζοντας το άπειρο. «Μαρία εσύ?» της είπα και γύρισε και με κοίταξε με
απορία. «Με θυμάσαι?» συνέχισα, είμαι η φίλη του Νίκου που είχαμε γνωριστεί στη
γιορτή του που μας είχε καλέσει στο μπαράκι, τι κάνεις?» Με κοίταξε απορημένη,
προφανώς δεν περίμενε να της μιλήσει κάποιος εκεί που στεκόταν. Τράβηξε μια
τζούρα και μου απάντησε μονολεκτικά «καλά…».
Μου φάνηκε γερασμένη, μπορεί και ταλαιπωρημένη, σαν κάτι να
τη βασάνιζε. «Ο Μιχάλης?» τη ξαναρώτησα, «είστε καλά μαζί?» «Ο Μιχάλης…» μου
απάντησε «όχι, δεν είμαστε πια μαζί, τελειώσαμε…». «Λυπάμαι» ανταποκρίθηκα,
«εύχομαι κάθε εμπόδιο για καλό», για να εισπράξω ένα βλέμμα γεμάτο πόνο κι ένα
νεύμα συγκαταβατικότητας με σφιγμένα χείλη. «Ο Μιχάλης δυστυχώς, δεν…» κι
έσβησε η ματιά της. «Περιμένεις κάποιον?». Κούνησε το κεφάλι αρνητικά
«πνιγόμουν στους τέσσερις τοίχους και βγήκα έξω να πάρω αέρα» μου είπε. «Κι εγώ
το ίδιο» της απάντησα. «Θες να πάμε κάπου εδώ κοντά να μιλήσουμε, να πιούμε ένα
ποτό?» της πρότεινα. «Πάμε…» μου απάντησε και κατεβήκαμε από τη Βουλής στη
Κολοκοτρώνη.
(c) getty images
Καθίσαμε σε ένα μπιστρουδάκι που είχε ακόμα πελάτες, παρά το ότι ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Έβγαλε το σκούφο απ’ το κεφάλι και τα μαλλιά της ξεπήδησαν ανακατεμένα. Δίχως ίχνος μακιγιάζ ή άλλης περιποίησης, έμοιαζε σαν να έχει βγει έξω δραπετεύοντας. Μάτια γεμάτα θλίψη, μαύρα του κάρβουνου και κόκκινα μαλλιά γεμάτα από ένταση. Ξανάναψε τσιγάρο και στάθηκε βουβή. «Θες να μου πεις τι έγινε?» τη ρώτησα. «Γιατί είσαι τόσο στεναχωρημένη?» «Αυτή τη Μαρία που ήξερες, να τη ξεχάσεις…» μου ψέλλισε κι αναστέναξε. «Τινάχθηκαν όλα στον αέρα, τ’ ακούς, όλα!» «Μίλα μου», της είπα και της έπιασα το χέρι «σ’ ακούω…».
Καθίσαμε σε ένα μπιστρουδάκι που είχε ακόμα πελάτες, παρά το ότι ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Έβγαλε το σκούφο απ’ το κεφάλι και τα μαλλιά της ξεπήδησαν ανακατεμένα. Δίχως ίχνος μακιγιάζ ή άλλης περιποίησης, έμοιαζε σαν να έχει βγει έξω δραπετεύοντας. Μάτια γεμάτα θλίψη, μαύρα του κάρβουνου και κόκκινα μαλλιά γεμάτα από ένταση. Ξανάναψε τσιγάρο και στάθηκε βουβή. «Θες να μου πεις τι έγινε?» τη ρώτησα. «Γιατί είσαι τόσο στεναχωρημένη?» «Αυτή τη Μαρία που ήξερες, να τη ξεχάσεις…» μου ψέλλισε κι αναστέναξε. «Τινάχθηκαν όλα στον αέρα, τ’ ακούς, όλα!» «Μίλα μου», της είπα και της έπιασα το χέρι «σ’ ακούω…».
Άρχισε να μου αφηγείται πως μια κατά τ’ άλλα βολεμένη ζωή,
άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη. Ήταν χρόνια με τον Μιχάλη, έφαγαν τα νιάτα
τους σ’ αυτή τη σχέση. Φαινόταν αγαπημένο ζευγάρι, τους άρεσε να περνούν χρόνο
μαζί και είχαν πολλές κοινές παρέες. Μου έλεγε το πως είχαν ερωτευθεί, πόσο τον
είχε αγαπήσει, πως κάποια στιγμή τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους στη σχέση
τους και το πήγαιναν για παρακάτω. Σχεδόν 10 χρόνια σχέσης, όλοι μας τους
ξέραμε σαν τον Μιχάλη με τη Μαρία του, δεν τους έβλεπες εύκολα χώρια.
Ώσπου έμειναν επιτέλους κάτω απ’ την ίδια στέγη και έκαναν
όνειρα για το μέλλον. Ο Μιχάλης στη συγκατοίκηση έβγαλε έναν άλλον εαυτό, που
την σόκαρε. Έγινε αδιάφορος απέναντί της και άρχισε να εκδηλώνει συμπτώματα
ψυχικής κατάστασης. Αυτός ο ήρεμος και γλυκός άνθρωπος, γινόταν σαν τον
λυκάνθρωπο και μεταμορφωνόταν σε τέρας! Άρχισε να της μιλά επιτιμητικά, να
κάνει βίαιες χειρονομίες, ενώ έβρισκε δικαιολογίες να φεύγει από το σπίτι
ολοένα και περισσότερο. Μόνον στις κοινές τους παρέες είχαν φτάσει να πηγαίνουν
από κοινού με τη Μαρία να φοράει μια μάσκα για να καλύπτει το κενό που ένιωθε
κάθε φορά που ο Μιχάλης την αγνοούσε και απαξίωνε ό,τι εκείνη του ζητούσε ν’
ανταποκριθεί.
Άρχισε να βγαίνει όλο και λιγότερο μαζί του και να μένει στο
σπίτι σαν πιστή Πηνελόπη, για να τον αντικρίζει ολοένα και πιο αγνώριστο. Μου
εξομολογήθηκε πως έσμιγαν ερωτικά σπάνια, μια ή δυο φορές τον χρόνο, γιατί
εκείνος δεν ανταποκρινόταν κι εκείνη πια ένιωθε ψυχρή απέναντί του, ενώ μέσα
της ήθελε ακόμα να είναι ζευγάρι. Δεν άργησαν οι καυγάδες και η παράκληση να
πάει να κοιταχτεί, γιατί τα φαινόμενα ψυχικής βίας μεταξύ των γινόταν ολοένα
και συχνότερα. Εκείνος απλά την αγνοούσε, λέγοντάς της ψέματα ή υπεκφυγές.
Το κλίμα είχε βαρύνει επικίνδυνα, ώσπου πλησίαζαν τα
Χριστούγεννα. Είπαν να τα περάσουν εναλλάξ με τις οικογένειές τους, για να
κάνουν και τα χατίρια των γονιών τους. Η Μαρία ένιωθε πιεσμένη, αλλά δεν
μπορούσε να πει όχι σε μια τέτοια υποχρέωση. Λίγο καιρό πριν, σε μιαν ανάπαυλα
από τις απομακρύνσεις τους, της είχε πει ότι βλέπει τη σχέση τους σοβαρά και
θέλει να προχωρήσουν. Δεν τον πίστευε, αλλά περίμενε να πάρει ο Μιχάλης τη
πρωτοβουλία.
Προπαραμονή Χριστουγέννων, ο Μιχάλης πήρε τ’ αυτοκίνητο κι
πήγε να δει τους γονείς του όπως συνήθιζε τακτικά. Έφυγε μεσημέρι αφού τη
βοήθησε να μαζέψουν το σπίτι κι εκείνη το χάρηκε! Τον πήρε αργά τ’ απόγευμα στο
τηλέφωνο να του θυμίσει ότι είχαν να πάνε σε μια κοινωνική υποχρέωση το βράδυ
και να μην καθυστερήσει, άλλωστε είχε χρόνο να έρθει σπίτι να ξεκουραστεί. Η
Μαρία μπήκε στο μπάνιο να ετοιμαστεί και μετά περίμενε με τα ρούχα για την έξοδο
βγαλμένα στο κρεβάτι.
Η ώρα περνούσε και ο Μιχάλης δεν ερχόταν. Τον κάλεσε στο
κινητό για να δει που είναι και τον άκουσε να έχει πέσει σε λήθαργο. Τον πήρε
καπάκι άλλες τέσσερις φορές προσπαθώντας να δει αν άκουσε καλά.
Καμία απάντηση, ενώ εκείνη ούρλιαζε στο τηλέφωνο για να την
ακούσει. Της κόπηκαν τα πόδια κι αν είχε πάθει κάτι? Πήρε έναν καλό του φίλο
που κρατούσε επαφή και του ζήτησε να τον πάρει κι εκείνος, μήπως του απαντήσει.
Και εκείνος άκουγε ροχαλητά. Η Μαρία επέμεινε να τον καλεί σαν τρελή, ενώ όταν
κάλεσε τη Τροχαία και την Αστυνομία την διαβεβαίωσαν ότι θα ήταν όλα καλά,
χωρίς στην ουσία να δώσουν περαιτέρω σημασία. Έστειλε ένα απολογητικό μήνυμα σ’
αυτούς που τους είχαν καλέσει και τους ζητούσε συγνώμη για την αναποδιά με το
«πρόγραμμα» του Μιχάλη που εμπόδισε την συναναστροφή τους κι ανέτρεψε τα σχέδιά
τους. Δυο προσκλήσεις για μια πολυαναμενόμενη παράσταση, παρέα με τους φίλους
τους, είχαν ήδη χαθεί, το ίδιο και αυτή η βραδιά!
Η ώρα είχε πάει ήδη 12 και τότε πήγε έβαλε το νυχτικό της
και κάθισε στο κρεβάτι σε στάση αναμονής για το κακό. Αν δεν εμφανιζόταν ο
Μιχάλης, το πρωί θα πήγαινε στην αστυνομία να καταγγείλει την εξαφάνισή του.
Αυτό σκεφτόταν ότι θα έκανε και έμενε ακίνητη να περιμένει. Το κινητό του είχε
ήδη απενεργοποιηθεί κι έτσι κάθε πιθανή επικοινωνία μαζί του ήταν αδύνατη. Στις
12.20’ άκουσε τον συναγερμό του αυτοκινήτου και λίγο μετά το κλειδί στη πόρτα.
Ήταν ο Μιχάλης!
Μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε στο καθιστικό με σβηστό το φως.
«Μιχάλη, είσαι καλά, Μιχάλη?» του φώναξε κι εκείνος δεν απάντησε. Άλλαξε μόνον
ρούχα και καθόταν στο σκοτάδι αμίλητος. «Μιχάλη απάντησέ μου, είσαι καλά…?» του
φώναξε από τη κουζίνα που χε πάει να τον περιμένει. Η αγνόηση για μιαν ακόμα
φορά ήταν παρούσα. Η Μαρία είχε ένα κακό προαίσθημα για όσα θα επακολουθούσαν.
Η αναπνοή της είχε γίνει κοφτή, ενώ ένιωθε πως ήταν σε εγρήγορση.
Πήγε δίπλα της αμίλητος και έκανε ν’ ακουμπήσει στο πλάι
της, δίχως να της εξηγήσει το παραμικρό για την εξαφάνισή του. Φαινόταν
μεθυσμένος και παραπατούσε. Τα ρούχα του βρώμικα και μύριζε. Η Μαρία τότε δεν
άντεξε ούτε καν να τον έχει δίπλα της και άρχισε να χειροδικεί. Άρχισε να τον
χτυπά με τα χέρια της σαν να του φώναζε «Μίλησέ μου…, γιατί μου το κανες αυτό?»
Εκείνος την έπιασε από τον λαιμό και την πέταξε στο καλοριφέρ, σπάζοντας
πράγματα που ήταν δίπλα. Αυτοί οι δυο άνθρωποι πάλευαν σαν να μην υπήρχε αύριο,
μα η Μαρία κατάφερε να ξεφύγει.
Εκείνος ματωμένος, έπεσε στο πάτωμα και μιλούσε στον εαυτό
του σε παράκρουση ότι πέρασε τη νύχτα με συντροφιά το ποτό, γιατί δεν ήθελε να
βγει μαζί της ενώ το είχαν κανονίσει. Εκείνη γύρισε στη κρεβατοκάμαρα
ασθμαίνοντας και νιώθοντας ότι είχε παγώσει μέσα της. Το μόνο που άκουγε ήταν η
αναπνοή της, τίποτε άλλο. Ο Μιχάλης σηκώθηκε και πήγε να τη βρει. Η Μαρία
στεκόταν στην άκρη του κρεβατιού μαρμαρωμένη. «Γιατί το έκανες αυτό?» του είπε.
«Που ήσουν τόσες ώρες, που εξαφανίστηκες?» και άρχισε να της δικαιολογείται ότι
έχει προβλήματα και ότι να του δώσει μιαν ακόμα ευκαιρία για κάποιους μήνες
ακόμα, γιατί «μόνη της δεν μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς αυτόν». Εκείνη
σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο γκαράζ να δει το αυτοκίνητο. Το αντίκρισε
με βγαλμένο τον προφυλακτήρα και το κάθισμα γεμάτο από σωματικά υγρά.
Ανέβηκε στο σπίτι και με όση ψυχραιμία της απέμενε του
ζήτησε να φύγει το επόμενο πρωί. Μέσα της είχε σπάσει το γυαλί μετά από αυτό
που έζησε και δεν άντεχε πλέον αυτή τη κατάσταση στη ζωή της. «Τελειώσαμε
Μιχάλη» του είπε. «Μετά απ’ αυτό τελειώσαμε, πρέπει να φύγεις…». Η Μαρία μου τα
έλεγε σαν να μιλούσε για κάποιον άλλον, αλλά έβλεπα στο πρόσωπό της την οδύνη
των όσων έζησε. «Μα εγώ θέλω να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένεια» της
έλεγε, ενώ η Μαρία του απάντησε με όση δύναμη φωνής της είχε απομείνει «όχι
έτσι, Μιχάλη, όχι μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήθελα να μαστε καλά μαζί και να μαστε
αγαπημένοι, αλλά τώρα πια δεν έχουμε περιθώριο…»
Η χειροδικία της απέναντί του, ήταν η χαριστική βολή στα
αισθήματα της. Εφόσον είχε σηκώσει χέρι, η κατά τ’ άλλα μειλίχια αυτή κοπέλα, αισθανόταν
πως είχε γίνει κάτι άλλο εκτός αυτού που ήθελε να ναι. Σαν να είχε βγει από
μέσα της ο κακός της εαυτός από ένα
κουτί της Πανδώρας που κρατούσε καλά κρυμμένο για χρόνια. Ήταν άτομο που
είχε υποστεί σωματική και ψυχολογική βία στη ζωή της και ήξερε τι σημαίνει να
είσαι αυτός που σηκώνει το χέρι από «αγάπη» σε μια στενή σχέση. Μέχρι τα 18 της
το ήξερε καλά αυτό.
Τη πλησίασε ξανά και της είπε ότι το μεθύσι του αυτό ήταν
προμελετημένο, γιατί ήθελε να την αποφύγει. Της είπε ότι έβλεπε ότι τα πράγματα
δεν πήγαιναν καλά μεταξύ τους και είχε παραδοθεί στη συμπεριφορά του αυτή, η
οποία δεν ήταν η πρώτη φορά που την εφάρμοζε. Δεν της ζήτησε συγνώμη, ούτε κι εκείνη
τολμούσε να το κάνει. Ήταν άλλωστε πολύ θυμωμένη κι απογοητευμένη μαζί του.
Μόνο αυτό το «γιατί…?» έβγαινε απ’ το στόμα της όσο της εξομολογούταν ο Μιχάλης
τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του. «Αφού σ’ αγαπάει η κοπέλα μαλάκα Μιχάλη,
προσπάθησε να την αγαπήσεις κι εσύ», της έλεγε ενώ οι λέξεις που εκστόμιζε της
τρύπαγαν τη καρδιά, μια προς μια. «Δηλαδή αυτό ήμουν για σένα μετά από τόσα
χρόνια μαζί?» του απάντησε. «Προσπαθούσες να μ’ αγαπήσεις, δεν μ’ αγαπούσες, ω
Θεέ μου…» ψέλλισε συντετριμμένη.
Τον έστειλε για ύπνο στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι τους, με μια
ταφόπλακα στο στήθος να την συνθλίβει. Ξημέρωνε ήδη παραμονή Χριστουγέννων και
η Μαρία σύρθηκε να κοιμηθεί με μια κουβέρτα στον καναπέ στο κρύο δωμάτιο. Τα
βογγητά της έσκιζαν τον αέρα και γύριζε αδιάκοπα αλλάζοντας πλευρό. Το πρωί τη
βρήκε αποκαμωμένη σαν κούτσουρο με τη κουβέρτα πάνω της. Ήλθε και τη ξύπνησε
«Πως είσαι?» τη ρώτησε. «Πως θες να είμαι» του είπε, «δεν με βλέπεις, χάλια,
αλλά εσύ σε παρακαλώ να μαζέψεις τα πράγματά σου να φύγεις». Ο Μιχάλης κατέβασε
το κεφάλι και έβαλε σε ένα σακ βουαγιάζ κάποια προσωπικά του είδη πρώτης
ανάγκης. Εκείνη κοκκαλωμένη ξανά στη κουζίνα, δίπλα από το σημείο που κόντεψε
να τη πνίξει, είχε κατεβάσει το κεφάλι και τον έβλεπε σαν από ταινία να φεύγει
από τις σκάλες.
«Στο καλό…» του είπε, ενώ εκείνος μονολογούσε στον εαυτό του
για καλά μυαλά απ’ εδώ και μπρος. Η Μαρία με όσο κουράγιο είχε εκείνη τη
στιγμή, πήρε τηλέφωνο τους δικούς της και τους ανακοίνωσε πως θα πήγαινε να
τους δει μόνη, λόγω προβλημάτων υγείας του Μιχάλη. Η μάνα της κατάλαβε και το
μόνο που τη ρώτησε ήταν αν ήταν καλά. Είχε ήδη περάσει το μεσημέρι όταν πήρε
δυο ρουχαλάκια και πήγε στο πατρικό της να περάσει τα Χριστούγεννα. Δυο
εβδομάδες μετά και δεν είχε καταφέρει ακόμα να κοιμηθεί κανονικά.
Τρεις μήνες μετά ήταν σαν φάντασμα του εαυτού της. Ο
άνθρωπος που τα χει δώσει όλα σε μια σχέση και έμεινε μονάχος να βλέπει τα
τρένα να περνούν. Προσπάθησα να την καθησυχάσω λέγοντάς της ότι δεν ήλθε η
συντέλεια του κόσμου, αλλά έμοιαζε να έχει χάσει επαφή με τη πραγματικότητα.
Στο σπίτι της, υπήρχαν ακόμα κάποια πράγματα που της θύμιζαν συνεχώς την
απουσία του. Δεν είχε πια όρεξη για τίποτα και έβγαινε απ’ το σπίτι για να πάει
στη δουλειά της, ενώ τις υπόλοιπες ώρες έμοιαζε σαν χαμένη. Ο Μιχάλης συνέχιζε
τη ζωή του, επικοινωνώντας σπάνια μαζί της με αμηχανία κι εκείνη το ίδιο, ενώ
αυτό το «γιατί?» τη βασάνιζε αδιάκοπα. «Πόσες φορές μπορεί ν’ αγαπήσει
πραγματικά κάποιος» αναρωτιόταν, ενώ με τις αποστάσεις που είχε πάρει από τη
συμβίωσή τους, έβλεπε τώρα πια ότι η κατάσταση οδηγούσε εκεί από καιρό, αλλά
εκείνη υπαναχωρούσε χάρη της ανάγκης που είχε να τον αγαπά κι αυτό την έκανε
ευάλωτη στ’ αδιέξοδα που βίωνε, δίχως αποτέλεσμα.
Το πακέτο είχε ήδη αδειάσει και η ώρα είχε φτάσει τρεις το
πρωί, ενώ ένιωθα πως είχαμε ξεγυμνωθεί η μια απέναντι στην άλλη σ’ εκείνο το
τραπέζι του μπιστρό. Πληρώσαμε και φύγαμε με τα πόδια προς τα κάτω, ενώ η νύχτα
έντυνε τη μοναξιά μας με τη μαύρη σκιά της. «Άραγε υπάρχει αγάπη» με ρώτησε «κι
αν υπάρχει, θα με βρει κάποτε και μένα ή θα πεθάνω μονάχη ενώ δεν θα μ’
αναζητήσει κανείς? Μεγάλωσα πια, το καταλαβαίνεις…» Ήταν σαν να διάβασε τη ψυχή
μου και η αίσθηση το φόβου κατέλαβε τα σωθικά μου.
«Δε ξέρω» της απάντησα, «όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε», ενώ
σκεφτόμουν τι με είχε κάνει και εμένα να πάρω βραδιάτικα τους δρόμους,
περπατώντας στην ανωνυμία της άξενης πόλης μας. Φτάσαμε Μεταξουργείο και κίνησα
να πάω στο κρύο μου σπίτι ν’ αποκάμω. «Μένεις μακριά?» τη ρώτησα, «μήπως θες να
έρθεις σπίτι να κοιμηθείς, είναι αργά…». «Τίποτε δεν με νοιάζει πια, πίστεψέ
με…» μου απάντησε και μ’ ακολούθησε.
Εκείνο το βράδυ, δυο άνθρωποι, δυο ψυχές πληγωμένες,
μοιράστηκαν τους σπαραγμούς τους κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό. Εκείνο το βράδυ,
ένιωσα λιγότερο μόνη μέσα στη μοναξιά μου, έχοντας τη Μαρία, τη φίλη απ’ τα
παλιά να σπάει τη σιωπή της και να φωτίζει με τα λόγια της τα δικά μου δεσμά…
©
Marialena, 24/02/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου