Γιατί όλα τα όμορφα στη ζωή μας να μην μπορούμε να τα ζήσουμε για πάντα? Γιατί πολλές φορές οι αναμνήσεις είναι ο μοναδικός μας θησαυρός απέναντι στη πραγματικότητα? Έπιασε να θέτει στον εαυτό της παρόμοια ερωτήματα, δίχως να λαμβάνει απάντηση από κανέναν άλλον εκτός από εκείνη την ίδια και ο μονόλογος ήταν σπαρακτικά μοναχικός τις στιγμές που σκεπτόταν κάτι τέτοιο.
Δεν ήθελε πολύ για να πυροδοτήσει αυτήν την αλληλουχία στο μυαλό της, ένα όνομα έφτασε για να φέρει πάλι πίσω, όλα όσα έμοιαζαν υπέροχα στη φαντασία της. Ονειροπαγίδα. Αυτό ήταν το όνομα ενός γραφικού καφέ στην αγκαλιά της θάλασσας, στην άκρη ενός όρμου που βρέχονταν από τα νερά του Αιγαίου. Ονειροπαγίδα λοιπόν. Το είχε απωθήσει από τη μνήμη της, μέχρις ότου ένα αφιέρωμα σε μιαν εφημερίδα το ξανάφερε έξαφνα στην επιφάνεια!
Η ματιά της έπεσε πάνω στο ρεπορτάζ για τα ατμοσφαιρικά μέρη που πρότεινε ο συντάκτης να επισκεφθεί κανείς κατά τη διάρκεια των διακοπών και ήταν ανάμεσά τους. Τα μάτια της στυλώθηκαν έκπληκτα μπροστά στην αναφορά στο χαρτί και ασυναίσθητα άγγιξε με το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τις λίγες γραμμές που συνόδευαν τη περιγραφή του.
Της είχε προτείνει να πάνε να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ με φίλους σε εκείνη την ακτή, ο καλός της εκείνο το καλοκαίρι και εκείνη δέχτηκε με χαρά για την εμπειρία που προμηνυόταν. Ένα ζεστό Σαββατοκύριακο, πήραν τα απαραίτητα και κίνησαν να βρουν τον μικρό παράδεισο που θα τους φιλοξενούσε στην αγκαλιά του. Έφτασαν σε μια τοποθεσία με κρυστάλλινα νερά και αρμυρίκια να ξεφυτρώνουν στην ξανθή άμμο και εκεί θα κατασκήνωναν για το υπόλοιπο του διημέρου.
Έστησαν τις σκηνές τους σε μια σκιά κοντά στη θάλασσα και τα αγόρια της παρέας πήγαν να βουτήξουν για να βγάλουν φρέσκο ψάρι για βραδινό. Εκείνη πήγε περπατώντας στο κοντινότερο χωριό και όσο ο ήλιος βυθιζόταν στο πέλαγο απέναντι, περίμενε με γλυκιά ανυπομονησία να βγουν από τη θάλασσα οι φίλοι της και να πάνε για φαγητό. Ανάμεσα στο παιχνίδισμα του φωτός καθώς αχνόφεγγε πια το φεγγάρι στο βάθος του ουρανού, βγήκαν από τη θάλασσα με μια αγκαλιά ψάρια που μύριζαν ιώδιο και τα καθάρισαν στην ακροθαλασσιά πριν τα παραδώσουν στην ταβερνίτσα που θα τους τα έψηνε σε λίγο.
Χέρι χέρι πήγαν μέχρι εκεί περπατώντας τώρα πια μέσα στη νύχτα και κάθισαν να φάνε με όρεξη. Εκείνος την άγγιζε τρυφερά σε κάθε ευκαιρία με το χέρι του και χαμογελούσαν από ευτυχία που έτρωγαν μαζί.
Δεν ήθελε πολύ για να πυροδοτήσει αυτήν την αλληλουχία στο μυαλό της, ένα όνομα έφτασε για να φέρει πάλι πίσω, όλα όσα έμοιαζαν υπέροχα στη φαντασία της. Ονειροπαγίδα. Αυτό ήταν το όνομα ενός γραφικού καφέ στην αγκαλιά της θάλασσας, στην άκρη ενός όρμου που βρέχονταν από τα νερά του Αιγαίου. Ονειροπαγίδα λοιπόν. Το είχε απωθήσει από τη μνήμη της, μέχρις ότου ένα αφιέρωμα σε μιαν εφημερίδα το ξανάφερε έξαφνα στην επιφάνεια!
Η ματιά της έπεσε πάνω στο ρεπορτάζ για τα ατμοσφαιρικά μέρη που πρότεινε ο συντάκτης να επισκεφθεί κανείς κατά τη διάρκεια των διακοπών και ήταν ανάμεσά τους. Τα μάτια της στυλώθηκαν έκπληκτα μπροστά στην αναφορά στο χαρτί και ασυναίσθητα άγγιξε με το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τις λίγες γραμμές που συνόδευαν τη περιγραφή του.
Της είχε προτείνει να πάνε να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ με φίλους σε εκείνη την ακτή, ο καλός της εκείνο το καλοκαίρι και εκείνη δέχτηκε με χαρά για την εμπειρία που προμηνυόταν. Ένα ζεστό Σαββατοκύριακο, πήραν τα απαραίτητα και κίνησαν να βρουν τον μικρό παράδεισο που θα τους φιλοξενούσε στην αγκαλιά του. Έφτασαν σε μια τοποθεσία με κρυστάλλινα νερά και αρμυρίκια να ξεφυτρώνουν στην ξανθή άμμο και εκεί θα κατασκήνωναν για το υπόλοιπο του διημέρου.
Έστησαν τις σκηνές τους σε μια σκιά κοντά στη θάλασσα και τα αγόρια της παρέας πήγαν να βουτήξουν για να βγάλουν φρέσκο ψάρι για βραδινό. Εκείνη πήγε περπατώντας στο κοντινότερο χωριό και όσο ο ήλιος βυθιζόταν στο πέλαγο απέναντι, περίμενε με γλυκιά ανυπομονησία να βγουν από τη θάλασσα οι φίλοι της και να πάνε για φαγητό. Ανάμεσα στο παιχνίδισμα του φωτός καθώς αχνόφεγγε πια το φεγγάρι στο βάθος του ουρανού, βγήκαν από τη θάλασσα με μια αγκαλιά ψάρια που μύριζαν ιώδιο και τα καθάρισαν στην ακροθαλασσιά πριν τα παραδώσουν στην ταβερνίτσα που θα τους τα έψηνε σε λίγο.
Χέρι χέρι πήγαν μέχρι εκεί περπατώντας τώρα πια μέσα στη νύχτα και κάθισαν να φάνε με όρεξη. Εκείνος την άγγιζε τρυφερά σε κάθε ευκαιρία με το χέρι του και χαμογελούσαν από ευτυχία που έτρωγαν μαζί.
(c) Marialena, 05/09/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου