Βράδυ Κυριακής στη μεγάλη πόλη, μόλις ο ήλιος είχε δύσει και η δροσιά έδινε τη θέση της στη καλοκαιρινή ζέστη, ενώ το σκοτάδι απλωνόταν γοργά στον ουρανό. Μπήκαν σπίτι κατάκοποι από το πολύωρο ταξίδι της επιστροφής, ενώ εκείνη πήγε στο κρεβάτι να ξαπλώσει για να συνέλθει, εκείνος ξεπακετάρισε τα πράγματά του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο για να φρεσκαριστεί.
Λίγο πριν μπει την είδε να κείτεται στα στρωσίδια, με την αρμύρα ακόμα του ιδρώτα και του νερού κολλημένη στο δέρμα της, με τα μαλλιά της ξέλυτα και το κορμί της μαυρισμένο. Τη πλησίασε και εκείνη όταν τον ένιωσε δίπλα της, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα απόκρυφα σημεία του. Τον ξάφνιασε, καθώς εκείνος ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του χωρίς να υποκύπτει στον ερωτισμό της, σαν βρισκόταν μόνοι τους στο δωμάτιο, όλο το διάστημα που απουσίαζαν για το διήμερο.
Σε θέλω της είπε, με την έξαψη του πάθους να διαγράφεται σε όλο του πρόσωπο. Κι εγώ σε θέλω, του απάντησε εκείνη καθώς τα κορμιά τους αγγίζονταν με λαχτάρα. Όλο το σαββατοκύριακο ήθελα να σε νιώσω κοντά μου, πρόσθεσε. Της έβγαλε τα ρούχα και τα πέταξε στο πάτωμα ενώ το σώμα της διαγραφόταν από τη λάμψη του φεγγαριού στον ουρανό. Θα μας δουν οι γείτονες της είπε διστακτικά, δεν με νοιάζει αν μας δουν, του απάντησε χαμογελώντας και επιδόθηκαν στο παθιασμένο βαλς του έρωτά τους πάνω στα σεντόνια.
Σ' αγαπώ της φώναξε καθώς ενωνόταν ψυχές και κορμιά μαζί. Αγάπη μου, του ψιθύρισε κοιτώντας τον μέσα στα μάτια στη σκοτεινιά, αγάπη μου... Λέξεις που για εκείνην δεν ήταν διακοσμητικές, ήταν όλη της η καρδιά βγαλμένη σε μια τόσο μικρή μα και τόσο παντοδύναμη έννοια. Έπαιζαν και γελούσαν ενωμένοι, όσο έκαναν χιούμορ για το τι θα κάνουν άμα γεράσουν και δεν θα χαίρονται πια τον έρωτά τους με την ίδια ένταση κι έπειτα η κορύφωση, εσωτερική για εκείνην, σαν κελαρυστό νεράκι για εκείνον, ενώ ο καθένας τους την προσέφερε στον άλλον.
Σηκώθηκαν, πήγαν στο μπάνιο όπου με περισσή τρυφερότητα την έλουσε και τη σαπούνισε, ενώ εκείνη τον φιλούσε τρυφερά και τον χάιδευε ενώ την περιποιόταν. Της άρεσε αυτή η στιγμή, εκεί που ανάμεσα στο νερό και το σφουγγάρι, γινόταν στα χέρια του ξανά παιδί, ένα κοριτσάκι που με θύμισες παιδικές απολάμβανε τη φροντίδα και το νοιάξιμο του αγαπημένου της.
Λίγο ύστερα κι όσο η νύχτα προχωρούσε, στιγμές ανέμελες πριν κοιμηθούν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Εκείνος σηκωνόταν πιο νωρίς πάντα, ετοιμάστηκε για το γραφείο και την ξύπνησε με ένα φιλί φεύγοντας. Καλημέρα όλη μέρα, της είπε και της έδωσε ένα φιλάκι για να ξυπνήσει. Εκείνη γουργούρισε σαν γάτα, καθώς μισάνοιγε τα μάτια της και του έγνεφε καταφατικά προσπαθώντας να συνέλθει από τον ύπνο. Να πας στο καλό και πάρε με όταν γυρίσεις από τον γιατρό, του είπε και άκουσε τη πόρτα να κλείνει πίσω του.
Βράδυ της ίδιας μέρας, δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της ακόμα. Τον πήρε στο τηλέφωνο, τον άκουσε ξέπνοο. Τι έγινε τον ρώτησε, γεμάτη αγωνία. Της απάντησε απρόθυμα, ενώ έδειχνε ακόμα πως ήταν σε σοκ από την ανακοίνωση της διάγνωσης. Θα το παλέψουμε του είπε, μην το βάζεις κάτω, όλα αντιμετωπίζονται, θα δεις. Ήθελε να την πιστέψει, μα μέσα του φαινόταν πως δεν ήταν σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο ακόμα. Θα πάω και σε δεύτερο γιατρό, γιατί κατά βάθος θέλω να αποδείξω πως ο πρώτος έλεγε βλακείες, της είπε και μια σφήνα της καρφώθηκε στη καρδιά με τα λόγια του.
Σημασία έχει να αντιμετωπίσεις αυτό που συμβαίνει του είπε και όχι να ακούσεις άλλα αντί άλλων. Πιάσε την κατάσταση από τα μαλλιά, για να επανέλθει η ζωή σου στα φυσιολογικά το συντομότερο δυνατό, του είπε και πίστευε ακράδαντα αυτά που του έλεγε από την άλλη άκρη της γραμμής. Δεν της απάντησε, μόνον ένα άντε γεια της είπε, γιατί η ώρα είχε περάσει και ετοιμαζόταν να κοιμηθεί.
Εκείνη ξύπνησε δύσθυμη το επόμενο πρωϊνό, με ένα βάρος στο στήθος από τα πρόσφατα νέα. Στη ζωή της είχε μάθει να μην αναλώνεται πια σε γιατί και πως, αλλά να παίρνει την ασπίδα και να στέκεται απέναντι στα θεριά που της επιτήθονταν κατά καιρούς με τη δική της την υγεία. Ήταν αυστηρή απέναντί του και το ήξερε, μα αυτός πια ήταν ο δικός της μηχανισμός άμυνας απέναντι στο απροσδόκητο. Επικοινώνησε με τον γιατρό και έμαθε περισσότερα για το τι συνέβαινε και τι χρειαζόταν να γίνει στη συνέχεια.
Του μετέφερε τις διαπιστώσεις και εκείνος με το ζόρι συμμετείχε στη κουβέντα. Ο φόβος τον είχε καταβάλει και μαζί και η άρνηση επακόλουθο των ξαφνικών νέων που είχε λάβει και δεν είχε ακόμη αποδεχτεί μέσα του. Ετοιμαζόταν να λείψει ξανά το επόμενο σαββατοκύριακο, για να επισκεφθεί την οικογένειά του σε μια κοντινή πόλη. Της πρότεινε να πάνε μαζί, ενώ εκείνη προτίμησε να μείνει σπίτι για να ξεφύγει από τη βεβαρημένη ατμόσφαιρα.
Εκείνη ξεχνιόταν με τις δουλειές του σπιτιού και με τη μοναξιά της παρέα, έβλεπε αισθηματικές κομεντί με αίσιο τέλος, για να πείσει τον εαυτό της ότι υπάρχει και ευτυχής κατάληξη όταν οι άνθρωποι έχουν προβλήματα, ακόμα και αν αυτό διαφαίνεται μονάχα στις ταινίες ευρείας κατανάλωσης. Τα μάτια της νότιζαν καθώς σκεφτόταν πως ένα απρόσμενο γεγονός, μια ανατροπή στα έως τώρα δεδομένα, άλλαζε ξανά τις δικές της ισορροπίες μέσα στη σχέση της και δεν το άντεχε.
Ο ύπνος βαρύς έκλεισε ανόρεκτα τα βλέφαρά της για μιαν ακόμα νύχτα χωρίς εκείνον στο πλευρό της, ενώ οι σιωπές του και το "καλά" που έλεγε τυπικά όταν τον ρωτούσε τι κάνει και πως είναι, την σκότωναν. Πέντε χρόνια πριν είχε χάσει τον έρωτα της ζωής της από ανάλογη στάση απομάκρυνσης και τώρα ξαναεμφανίστηκαν στη μνήμη της, οι στιγμές όπου δυο άνθρωποι που αγαπιόταν, έγιναν ξανά ξένοι μεταξύ τους, με το χάσμα της έλλειψης επικοινωνίας να τους απομακρύνει μέρα με τη μέρα μέχρι τη τελική πράξη του δράματος. Δεν της ανοιγόταν και ο μεγάλος έρωτας τότε υπό το φάσμα οικογενειακής κρίσης, όπως έκανε και εκείνος τώρα.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι της, ενώσω ο ταραγμένος της ύπνος την έκανε μια να σκεπάζεται, μια να πετάει το σεντόνι μακρυά της, ενώ έξαφνα ξύπνησε πνιγμένη από γοερά κλάματα μέσα σε εφιάλτη. Τον χάνω, σκέφτηκε και άνοιξε τα μάτια της έντρομη, τον χάνω από κοντά μου... όσο ψιλαφούσε να βρει τον διακόπτη για το φως και να σκουπίσει τα δάκρυα από το πρόσωπό της. Μέσα της τον ήθελε δυνατό, τον ήθελε να έχει το σθένος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες τόσο τις δικές του όσο και τις δικές της που πιθανόν να προέκυπταν στο μέλλον, να τον νιώθει ότι μπορεί να την στηρίξει στα δύσκολα και όχι να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό του στα προβλήματα.
Δεν έχω την πολυτέλεια να αφήνω τον χρόνο να περνάει εις βάρος κανενός μας, σκέφθηκε αφήνοντας έναν αναστεναγμό να σκίσει την σιγαλιά του ξημερώματος. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και πήγε ξανά να ξαπλώσει, έχοντας κάπως συνέλθει. Τι να κάνω Θεέ μου, τι να κάνω, αναρωτήθηκε, ενώ πρόβαλε στο μυαλό της το παρελθόν και το παρόν που έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους ξανά. Δεν θέλω να γίνουμε δυο άνθρωποι που μας χωρίζει το χάος, κρύβεται από τον εαυτό του και κρύβεται και από μένα, για πόσο ακόμα?
Ξανακοιμήθηκε κουλουριασμένη, αγκαλιάζοντας το ίδιο της το κορμί για να βρει παρηγοριά. Το πρωί έλαβε επιβεβαίωση για την κράτηση που είχαν κάνει για τις ολιγοήμερες καλοκαιρινές τους διακοπές, τις πρώτες τους μαζί, μα οι έννοιες την έκαναν να μην χαίρεται ακόμα και την προοπτική ότι μπορεί να τις περνούσαν σε συναισθηματική απομάκρυνση. Καλύτερα να τον αφήσω ελεύθερο να στρέψει το ενδιαφέρον του στα προβλήματά του, σκέφθηκε, παρά να είμαστε μαζί και να μην είμαστε πια.
Έπρεπε να αντέξει ακόμα δυο εβδομάδες μακριά του, έπρεπε να αντέξει το γεγονός ότι ηθελημένα κρατούσε τις αποστάσεις του πληγωμένος και μόνος για την προσαρμογή του στη νέα πραγματικότητα. Ήθελε τόσο πολύ να τον ταρακουνήσει, να τον πάρει από το χέρι και να του πει ότι η ζωή δεν τελειώνει στη πρώτη ανηφοριά, μα έφευγε από εκείνη όπως έφευγε πάντα στη ζωή του και πρωτύτερα. Σε αντίθεση με εκείνη που διάλεγε να ανοίξει το δρόμο για την επόμενη μέρα, για να μην γίνεται βάρος σε κανέναν και για τίποτα, μέσα από τη δική της ηρωϊκή έξοδο.
Έκλεινε τα μάτια και κρατούσε μέσα της το τελευταίο σαββατοκύριακο μαζί, το φιλί που της έδωσε έξαφνα μέσα στο αμάξι στην άκρη του δρόμου ακούγοντας από το cd τη μουσική του Yann Tiersen, τις διακοπές που περίμεναν με λαχτάρα για να χαρούν τον έρωτά τους και το νέο ξεκίνημα στη ζωή τους, το βράδυ που τον πόθησε και τον έκανε δικό της για τελευταία φορά. Σαν όνειρο, ήθελε να είναι η μάνα των αγέννητων παιδιών του και ας μη γινόταν ποτέ αυτό πραγματικότητα, ούτε καν σαν ενδεχόμενο, ούτε καν στα όνειρά της...
Yann Tiersen - La valse d' Amelie
Marialena, 10/7/2010
Οι Άνθρωποί μας είναι οι Γιορτές μας
Πριν από 4 ώρες
οπως πάντα συγκλονιστική και κοφτερά ανθρώπινη η γραφή σου Μαρλέν μου. Δεν ξέρω τι σεκανε να ασχοληθείς με θέμα τον ερωτα και τον ανθρώπινο πόνο αλλά κάπου στο βάθος βλεπω την αγωνία σου καλή μου. Μαρεσεις ο τ΄ροπος που έστω και έτσι την εκφράζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ...
Η αγάπη στα δύσκολα δοκιμάζεται...
Σάκη μου, είναι που θέλω κατά βάθος να νικήσω τη παγίδα του "πεπρωμένου", αυτό που σε σπρώχνει στο γκρεμό νιώθοντας αβοήθητος, καθώς σε κατακλύζουν οι φόβοι σου και στερεύουν την υπομονή και την καρτερία μέσα μας για μια -ίσως- καλύτερη μέρα που ξημερώνει. Γιατί πάντα ο ήλιος φέρνει μια καινούργια μέρα, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι...
ΑπάντησηΔιαγραφή