Τύλιξε στους ώμους της ένα σάλι στα βιαστικά και βγήκε έξω, μέσα στο κρύο εκείνης της χειμωνιάτικης νύχτας, τυλίχθηκε με ένα μάλλινο σάλι και έτρεξε στο μπαλκόνι.
Τίποτε. Μόνο σκοτάδι και φώτα από τα απέναντι σπίτια έβλεπε και έναν ουρανό γεμάτο από σύννεφα που έτρεχαν. Ο παγωμένος αέρας της κοκκάλωνε το πρόσωπο και όσο τον ένιωθε, τόσο έσφιγγε πάνω της το κομμάτι από ύφασμα που πρόχειρα πήρε για να ρίξει πάνω της βγαίνοντας.
Ένας αναστεναγμός. Αυτό έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας καθώς χαμένη κοίταγε απέναντι, τίποτε άλλο. Και τα μάτια που μαστιγώνονταν από τον αέρα, μα αυτή, εκεί, ακίνητη, δεν πήγαινε πουθενά σαν άγαλμα που έστεκε εκεί έξω από πάντα.
Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις... ναι, ήταν το μυαλό της πλημμυρισμένο από σκέψεις. Για όλα και για τίποτε. Μην τα ρωτάς, πονάνε όσο τα ανασύρεις από τη μνήμη. Μπα και τι έμεινε θαρρείς, μόνο στοιχειωμένα όνειρα και προδωμένες αγάπες στο τέλος. Όσο και αν περνάει ο καιρός, όσο και αν αλλάζουν οι εποχές. Όλα σου γύρω αλλάζουμε και όλο τα ίδια μένουν...
Τα πόδια της πάγωσαν στο πλακάκι, μα δεν εννούσε να φύγει. Με το βλέμμα της απλανές και τα χέρια να την έχουν αγκαλιάσει μέσα στο σάλι της, το μυαλό της γύριζε σε χιλιάδες στροφές. Κομμάτι, κομμάτι προσπαθούσε να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ. Λες και είχε σημασία πια, όχι δεν είχε αλλά... αλλά, ναι αλλά, αυτά τα αλλά μένουν τελικά και μας κυνηγούν αλύπητα.
Όπου και αν έστρεφε τα μάτια της ένιωθε τείχη ψηλά, ή τάφρους να στέκουν στα οδοφράγματα. Εν καιρώ ειρήνης, ο πόλεμος μέσα της μαινόταν. Ήταν η διαμάχη για να παραδωθεί στο πεπρωμένο της, στη ζωή που εκείνη είχε χαράξει ερήμην της και έλεγε να μην το παραδεχτεί ακόμα. Γερνούσε, ναι, αυτή ήταν η αλήθεια... ό,τι και να έκανε τα νιάτα δεν θα γύριζαν ποτέ πίσω, για να της δώσουν το άλλοθι των πράξεων που δεν έχεις συναίσθηση ότι κάνεις, λόγω του νεαρού της ηλικίας και ο έρωτας επίσης.
Τι έκανε το κορμί της άραγε να υποφέρει εκείνη τη νύχτα στο αγιάζι? Το κρύο ή μήπως ήταν άραγε η μοναξιά της? Οι στιγμές εκείνες που δεν αντέχεις ούτε το ίδιο σου το δέρμα, ούτε τα ίδια σου τα σωθηκά και θες να διαμελήσεις το σώμα σου στα εξ ων συνετέθη?
Ο έρωτας... ίσως, περισσότερο το γεγονός πως ό,τι και αν έκανε πια, η πορεία της ζωής της ήταν προδιαγεγραμμένη. Θα γερνούσε τυλιγμένη μέσα στην αχλή του πρότερου έντιμου βίου και αυτό ήταν. Η αυλαία μόνο δεν είχε πέσει ακόμα. Δεν μπορούσε να μην φέρει στη θύμησή της, εκείνο το γράμμα που της είχε στείλε ο ξενιτεμένος πρώην σύντροφος, για την γιορτή των ερωτευμένων της είχε γράψει λέει, μα περισσότερο μέσα στο κιτρινισμένο πια χαρτί στο κομοδίνο, ήταν ότι δεν έζησαν αυτοί οι δύο, παρά αυτά που έζησαν μαζί.
Της έγραφε πόσο του άρεσε να την περιποιείται και να την κάνει να νιώθει ασφαλής στα χέρια του, της περιέγραφε την τελευταία ερωτική του φαντασίωση που ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα μαζί της, της έφερνε στο νου λόγια και συμπεριφορές που είχαν όταν ήταν μαζί, κάποιους αιώνες πίσω... σε ένα παρελθόν τόσο μακρυνό μα και απρόσιτο, τυλιγμένο στην αχλή της λήθης. Το γράμμα φυλάχθηκε με προσοχή στο συρτάρι του κομοδίνου της, στο άδειο της κρεββάτι δίπλα. Ούτε και θυμόταν πόσες νύχτες τα λόγια του ήλθαν και την έκαναν να γυρίσει πίσω στον χρόνο, εκεί που ήταν ξανά ζωντανή, ξανά ερωτευμένη και νέα.
Και μετά, το χαρτί διπλωνόταν στα τρια και έμπαινε στον φάκελο που έφτασε με το ταχυδρομείο, για να την προκαλέσει να το ανασύρει και διαβάσει, μιαν ακόμη φορά και μέσα της να κλαίει, να σπαράζει, για όσα πια ήταν μια ομιχλώδης ανάμνηση στη ψυχή της. "Συγνώμη που δεν σου έστειλα τίποτε, μα η ξενιτειά με έχει περιορίσει εδώ που είμαι, μα θέλησα να σου στείλω αυτό το γράμμα για να σου πω χρόνια πολλά μέρα που είναι..." της έγραφε στο ξεκίνημα της επιστολής του. Πρέπει να έγραφε ώρες, μέρες, μερόνυχτα ολάκερα για να της το στείλει αυτό το γράμμα.
Το πήρε απαλά και το έσφιξε στο στέρνο της. Τώρα είχαν όλα πια τελειώσει, χρόνια τώρα και εκείνη σε μια διαρκή χηρεία που νόμιζε πως ήταν γαλήνη μέσα της. Όχι βιολογικά, αλλά συναισθηματικά, μια μαύρη πλερέζα απλωμένη εκεί που κάποτε υπήρχε φως και ήλιος ζωοδότης μέσα της. Ήλθε αυτό το γράμμα και τσαλάκωσε τον καλοστρωμένο μανδύα μέσα της, ανέσυρε τη σκοτεινιά από την άκρια της καρδιάς. Για φαντάσου...
Ήθελε να τον είχε μπροστά της, ζωντανό και όχι ολόγραμμα και να άγγιζε το κορμί του, να του έλεγε γιατί τόσα χρόνια μετά, δεν αφήνει τα φαντάσματά του να φύγουν. Τα δικά της είχε πείσει τον εαυτό της πως τα είχε αποδιώξει πια, ή καλύψει κάτω από το σκοτεινό παραπέτασμα. Να του πει, γιατί δεν έκανε διαφορετικά τότε που ήταν μαζί, γιατί έφυγε από κοντά της, γιατί, γιατί, γιατί... γιατί συνέχιζε και τη σκεπτόταν και της αναστάτωνε την ευαίσθητη ισορροπία της.
Γιατί ίσως να είχε ανάγκη να τον αγαπούν, ή να νομίζει πως τον αγαπούν, έστω και αν αυτή η αγάπη δεν είχε ανταπόκριση πια. Πέρασαν μήνες και δεν του απάντησε στο γράμμα του. Δεν έβρισκε τη δύναμη να γράψει στο χαρτί αυτά που ένιωθε, να αφήσει το ηφαίστειο να ξεχειλίσει, να τον συμπαρασύρει στην ορμή των συναισθημάτων της. Αυτό φοβόταν, την ορμή των συναισθημάτων της.
Όσο μεγάλωνε, όσο βούλιαζε μέσα στη βολεμένη της ζωή, δεν άντεχε πια την ένταση των συναισθημάτων της. Να νιώσει πάλι ζωντανή, επιθυμητή και ακμαία. Προτιμούσε να ξεχνά, επέλεγε να αποστασιοποιείται από τα μεγάλα πάθη και τα μεγάλα λάθη και έτσι, αρκούταν στα λίγα, στα ελάχιστα που δεν έκαναν τη καρδιά της να χτυπά με πάθος. Η Ατλαντίδα μέσα της μπορούσε να περιμένει, μιαν αιωνιότητα ακόμα... με τις τραγικές ηρωϊδες της Έμιλυ Ντίκινσον, δεν ήθελε άλλο να ταυτιστεί και να συμπάσχει. Προτιμούσε να αφεθεί στη μεταμόρφωσή της σε ένα πλάσμα όμοιο με την συγγραφέα, κλεισμένη μέσα σε όσα δεν άντεχε πια να της θυμίζουν όσα δεν επρόκειτο να συμβούν.
Blake, image by www.agdei.com
Είχε πια αρχίσει να τρέμει όση ώρα έμεινε έξω στον αέρα. Ασυναίσθητα ένα ρίγος είχε αρχίσει να τη διαπερνά, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν συγκίνηση ή αντίδραση που βγήκε έξω σχεδόν άντυτη μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. "Ελα, μπες μέσα μην πουντιάσεις βραδυάτικα" της είπε η φωνή στο κεφάλι της και εκείνη υπάκουσε. Έριξε μια δεύτερη κουβέρτα στο σκέπασμα για να ζωντανέψουν τα πέλματά της ξανά και ξάπλωσε.
'Απλωσε το χέρι στο τραπεζάκι δίπλα της και έπιασε τον φάκελο που είχε παραλήπτη εκείνην. Τον φίλησε και μετά τον ακούμπησε στη καρδιά της για ένα λεπτό. Της έφτανε αυτό... Έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στο μεταίχμιο του ύπνου και της εγρήγορσης. Δεν θυμόταν τίποτε άλλο, παρά μόνον την αγκαλιά του τότε που της έλεγε πως είναι ασφαλής μαζί του και μετά ο ύπνος την πήρε στα δικά του αδιάβατα μονοπάτια μέχρι το επόμενο πρωί που θα την έφερνε πάλι πίσω στη δική της, κραυγάζουσα μα βουβή πραγματικότητα, για μιαν ακόμη φορά.
Marialena, 18/2/2009