Η νευρικότητα την είχε κυριεύσει. Ήταν σχεδόν μονίμως σε
υπερδιέγερση ή κατατονία. Όταν δεν έκανε απονεννοημένα κινήσεις για να
ξεπεράσει τον εαυτό της, θυσιαζόμενη υπέρ ποιου θεού ούτε η ίδια ήξερε,
βυθιζόταν σε μια κατάσταση που τη ρουφούσε και την έκανε είτε να μένει
καθηλωμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους, είτε να θέλει να ξεπεράσει τα όριά της
μέσα από τις διάφορες συναναστροφές της.
Όμως μέσα της θρηνούσε, μετρούσε το κενό που της είχε αφήσει
η κατάληξη μιας ατελέσφορης σχέσης. Μιας αγάπης που έγινε πόνος και ωδύνη στη
ψυχή και την είχε κάνει να κλειστεί στον εαυτό της. Κάθε τι που επιχειρούσε να
κάνει, το έβλεπε σαν βάρος ,από το πιο απλό ως το πιο μεγάλο ζήτημα που
προέκυπτε. Το περιβάλλον δεν ήταν υποστηρικτικό, αντίθετα την πυροδοτούσε να
αντιδρά στη παραμικρή πίεση εκ μέρους τους. Η ματαίωση ήταν πανταχού παρούσα
και η ίδια ήθελε μονάχα ένα πράγμα:
Ήθελε να κούρνιαζε ξανά στην αγκαλιά που πίστευε ότι ήταν
δική της, ήθελε να τον πάρει αγκαλιά ενώ κοιμόταν και να τον φιλά τρυφερά στη
πλάτη, να τον μυρίζει στο λαιμό του, να νιώθει το χέρι του να την αγκαλιάζει
λίγο πριν σβήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον. Ήθελε να ναι ο άνθρωπός του, εκείνη
που θα ζούσαν μαζί ως τα βαθιά τους γεράματα έχοντας δικά τους όσα τους έδεναν
κι όσα είχαν ζήσει.
Ήθελε να πει «δόξα τω Θεώ, καλά είμαι» γιατί δεν έκανε
όνειρα τρελά, ούτε είχε παράλογες απαιτήσεις απ’ τη ζωή της, μόνο και μόνο ότι
κάθε μέρα ξυπνούσε και κοιμόταν, συχνά της αρκούσε, της έφτανε για να ναι
ευγνώμων. Είχε εκπαιδεύσει να αρκείται στα λίγα, γιατί φοβόταν τα πολλά, την
έπνιγαν τα περιττά κι ακαταλόγιστα και στο τέλος ξέμεινε με το τίποτα. Και πορευόταν με το τίποτα, τιμωρώντας τον
εαυτό της γι’ αυτό.
Τα σενάρια που έπλεκε στο μυαλό της, αποκαρδιωτικά και
μαύρα. Φοβόταν ότι ήταν καμένο χαρτί, πως ό,τι κι αν έκανε θα την κατάπινε η
ρουφιάνα η ζωή πίνοντας το αίμα της ζωντανή. Έτσι αντιμετώπιζε τους αγώνες που
έδινε καθημερινά. Ή ταν ή επί τας, τίποτε λιγότερο. Νυν υπέρ πάντων ο αγών, ο
αγώνας για το δικαίωμα να υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο, όχι καταδικασμένη από μια
μοίρα που δεν είχε διαλέξει ή της άξιζε. Σάμπως κάπως έτσι δεν τη πατάμε όλοι?
Είχε περάσει τις προηγούμενες ημέρες σε υπερδιέγερση. Τα
μέσα της είχαν αγγιχτεί πάλι από απαιτήσεις της οικογένειας προς εκείνη, ενώ
αυτή ανθίστατο. Δεν άντεχε πια να είναι εκεί για τους άλλους, όταν οι άλλοι την
είχαν πουλήσει αντί πινακίου φακής. Δεν έβρισκε το νόημα πια ή καλύτερα πονούσε
πολύ ακόμα μέσα της, για να αφεθεί ν’ εμπιστευθεί κάποιον φίλα προσκείμενο
απέναντί της. Σαν τον Τάνταλο, έτρωγε τις σάρκες της και περίμενε να
ξαναγεννηθούν, ενώ σε πρώτη ευκαιρία πάλι θα τις θυσίαζε στο βωμό της
αυτοθυσίας ή της παραίτησης.
Την ενοχλούσαν οι μικροεγωϊσμοί, οι μικροπρέπειες, οι
μικρότητες, κάθε τι που πήγαζε από την ανάγκη των ανθρώπων να πατήσουν επί
πτωμάτων για να προκριθούν. Τα ψέματα και η υποκρισία, η αναλγησία και η
απονιά. Όλα την ενοχλούσαν και ο άκρατος συναισθηματισμός και η έλλειψη τακτ,
το πολύ και το λίγο, το τίποτα και το μηδέν, όλα την ενοχλούσαν. Μάλλον ήθελε
να ξεφύγει από το ανίερο παιχνίδι του μυαλού της και δεν ταίριαζε πια πουθενά
σε ό,τι ήξερε και όσα γνώριζε ως τώρα.
Αυτή τη νύχτα ένιωθε σαν να είχε περάσει από πάνω της μια
καταιγίδα που την είχε αφήσει εξουθενωμένη. Με την έγερσή της την επόμενη
ημέρα, θα έμπαινε στην αρένα της ζωής ζωσμένη με τη πανοπλία της με τα βόλια να
την έχουν κατατρυπήσει, για να συνεχίσει να δίνει τους δικούς της τους αγώνες.
Τα μάτια της έκλειναν και ένιωθε κατάκοπη. Όλα αυτά γιατί? Αναρωτιόταν. «Γιατί
βρε καλό μου, ε, γιατί…?» αλλά απάντηση δεν έπαιρνε από τον εαυτό της. Μόνον
ένα μικρό θυμωμένο πλασματάκι την κοιτούσε με μάτια παιδικά και τα χείλη του
σφιγμένα για να της θυμίζει πως νιώθει μέσα στο απέραντο κενό της.
I believe in love to be the center of all
things, I believe in love to be the way… Αυτό το τραγούδι
τραγουδούσε μέσα της, ενώ σκεφτόταν πόσο πνιγόταν με όσα περνούσαν απ’ το μυαλό
της κι ένιωθε βαθιά μέσα της. Το κέρατό μου το τράγιο, έλεγε μέσα στις σιωπές
της, εκεί που έσφιγγε κι εκείνη στη πραγματικότητά της τα χείλη και η καρδιά
της σφιγγόταν απ’ τη στεναχώρια. Παγιδευμένη ανάμεσα σε δυο κόσμους, της αγάπης
που χε νιώσει κι έζησε και του τιμωρητικού αναχωρητισμού που είχε εισέλθει
πενθώντας για το τέλος της σχέσης της , για την ασφυξία που αισθανόταν, για την
άδικη μεταχείριση που έκανε στη ψυχή της, που πάλευε τραυματισμένη ν’
ανταπεξέλθει στα ζητούμενα της κάθε μέρας, τα μάτια σφάλιζαν βαριά καθώς έπεφτε
στο μαξιλάρι κουλουριασμένη για να κοιμηθεί. Κάποιες φορές έπαιρνε το λούτρινο
που χε δίπλα στο προσκεφάλι της, άλλες έβαζε τα χέρια της σαν αγκαλιά, για να
αποκοιμηθεί, αφού κανείς πια δεν την νανούριζε, δεν την πείραζε, δεν τη φιλούσε
για καληνύχτα. Κι η νύχτα ήταν πάντα εκεί, για να την υποδεχτεί, πονεμένη και
να την πάρει απ’ το χέρι για να τη φέρει για μιαν ακόμη φορά, μπροστά στην
επόμενη μέρα.
Κι η νύχτα πάντα τη περίμενε να υποκύψει στις μύχιες σκέψεις
της και ν’ αφήσει τον αναστεναγμό της παρακαταθήκη για να αφεθεί να παραδώσει
το κορμί της στον Μορφέα…
© Marialena,
27.04.2018
(Ω θεοί του Ολύμπου, δε πήρατε ακόμα το μερίδιο της θυσίας
της ζωής μου ολάκερης?)